Go to the page content
ΟΡΜΟΝΕΣ

Πώς οι ορμόνες καθορίζουν την όρεξη και τη διατροφική μας συμπεριφορά

Στον οργανισμό σας υπάρχουν ορμόνες οι οποίοι βοηθούν στον έλεγχο της όρεξης. Η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας τους μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά με τον ρόλο της βιολογίας στη ρύθμιση του βάρους και να εξηγήσει γιατί οι παρεμβάσεις που αντιμετωπίζουν υποκείμενες βιολογικές διεργασίες είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.

5 λεπτά ανάγνωσης

 Στη φωτογραφία απεικονίζεται μοντέλο

Δεν αποφασίζουμε εάν πεινάμε ή νιώθουμε πλήρεις μετά από ένα γεύμα, έτσι δεν είναι; Αισθανόμαστε απλά μία από αυτές τις αισθήσεις σε μια χρονική στιγμή και μετά προβαίνουμε στις σχετικές ενέργειες.

Ούτε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί προτιμάμε μια σοκολάτα έναντι ενός πράσινου μήλου για απογευματινό σνακ, ενώ το πρωί σκοπεύαμε να ακολουθήσουμε πιστά πιο υγιεινές επιλογές.

Έτσι, εάν η διατροφική συμπεριφορά και οι σχετικές επιλογές μας δεν βρίσκονται υπό τον συνειδητό έλεγχό μας και μερικές φορές γίνονται ενάντια στις προθέσεις μας, ποιες είναι οι άλλες δυνάμεις που ασκούν επιρροή, πώς λειτουργούν και γιατί συχνά φαίνεται να «σαμποτάρουν» τα σχέδιά μας;

Οι ορμόνες μας κάνουν να νιώθουμε ότι πεινάμε ή ότι χορτάσαμε

«Η ανάγκη αναζήτησης πόρων για την παραγωγή ενέργειας είναι μια κινητήρια δύναμη που συναντάται στη βιολογία όλων των ζωντανών οργανισμών: όλοι χρειαζόμαστε τροφή για να επιβιώσουμε. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο οργανισμός μας διαθέτει ένα τόσο περίπλοκο σύστημα ελέγχου πρόσληψης τροφής, το οποίο καθοδηγείται από ορμόνες», εξηγεί ο Joseph Proietto, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης.

Φαίνεται ότι οι ορμόνες λειτουργούν ως χημικοί νευροδιαβιβαστές μεταξύ του σώματος και του εγκεφάλου και συντονίζουν τη διατροφική συμπεριφορά και τις διατροφικές επιλογές μας.

Αυτές οι ορμόνες κυκλοφορούν στο αίμα και προέρχονται από ιστούς σε διάφορα μέρη του σώματος που ασχολούνται με την πρόσληψη και αποθήκευση ενέργειας, μεταξύ των οποίων το έντερο (το οποίο λαμβάνει και πέπτει την τροφή), ο λιπώδης ιστός (ο οποίος αποθηκεύει την ενέργεια ως λίπος) και το πάγκρεας (το οποίο παράγει ορμόνες που εμπλέκονται στην αποθήκευση ενέργειας, όπως η ινσουλίνη).

«Η ανάγκη επιβίωσης είναι μια κινητήρια δύναμη που συναντάται στη βιολογία όλων των ζωντανών οργανισμών: όλοι χρειαζόμαστε τροφή για να επιβιώσουμε. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο οργανισμός μας διαθέτει ένα τόσο περίπλοκο σύστημα ελέγχου της πρόσληψης τροφής, το οποίο καθοδηγείται από ορμόνες».

-Καθηγητής Joseph Proietto, Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης

Ορισμένες ορμόνες είναι υπεύθυνες για τη διέγερση της πείνας («ορμόνες της πείνας») ενώ άλλες μας κάνουν να νιώθουμε χορτάτοι («ορμόνες του κορεσμού»).

Ακολουθεί μια απλοποιημένη επισκόπηση των ορμονών που εμπλέκονται στη ρύθμιση της όρεξης. Εδώ φαίνεται καθαρά πού εκλύονται οι διάφορες ορμόνες από τον οργανισμό σας και πώς επηρεάζουν την όρεξή σας.

Μόλις γεμίσει το στομάχι, μειώνεται η επιθυμία μας για φαγητό μέσω της παραγωγής μικρότερης ποσότητας της ορμόνης της πείνας και της αποστολής ενός μηνύματος στον εγκέφαλο το οποίο μας παρακινεί να σταματήσουμε το φαγητό. Ταυτόχρονα, τα επίπεδα των ορμονών του κορεσμού αυξάνονται μετά από ένα γεύμα, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα 30 έως 60 λεπτά αργότερα.

Αυτή η δυναμική αλληλεπίδραση των μηνυμάτων που αποστέλλονται από τις ορμόνες της πείνας και τις ορμόνες του κορεσμού, βοηθούν τον εγκέφαλό μας να ρυθμίζει τη διατροφική μας συμπεριφορά. Μια άλλη ομάδα ορμονών μπορεί να καθοδηγήσει τις διατροφικές επιλογές  μας και να μας παρακινεί να φάμε, ακόμη και χωρίς να πεινάμε.
 

Πώς η απώλεια βάρους επηρεάζει τις ορμόνες μας

Αυτό είναι μόνο για σκοπούς ευαισθητοποίησης σχετικά με τη νόσο. Εάν έχετε οποιεσδήποτε ερωτήσεις, παρακαλούμε μιλήστε με τον γιατρό ή τον επαγγελματία υγείας σας, και ακολουθήστε τις συμβουλές τους.

Φαίνεται ότι τα επίπεδα των ορμονών αλλάζουν επίσης όταν χάνουμε βάρος. Αρκετές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η απώλεια βάρους που προκαλείται από τη διατροφή σχετίζεται με ορμονικές αλλαγές, οι οποίες προάγουν την επαναπρόσληψη βάρους.

Μετά την απώλεια βάρους, τα επίπεδα των ορμονών που σχετίζονται με τον κορεσμό μειώνονται, ενώ τα επίπεδα των ορμονών της πείνας αυξάνονται. Αυτές οι αλλαγές οδηγούν σε διαρκή αύξηση της πείνας, μειωμένο αίσθημα πληρότητας και καύση λιγότερων θερμίδων. Οι αλλαγές αυτές μπορεί να διαρκέσουν έως και τρία χρόνια και πιθανότατα εξηγούν, εν μέρει, τον λόγο για τον οποίο τα 8 από τα 10 άτομα καταλήγουν μακροπρόθεσμα να ανακτούν το βάρος που έχασαν


Τα παραπάνω ευρήματα υποδηλώνουν ότι η καταστολή της πείνας μετά από απώλεια βάρους, μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να διατηρήσουν το νέο τους βάρος.

«Μετά την απώλεια βάρους, τα επίπεδα των ορμονών κορεσμού μειώνονται και τα επίπεδα των ορμονών της πείνας αυξάνονται. Αυτές οι αλλαγές οδηγούν σε διαρκή αύξηση της πείνας, μειωμένο αίσθημα πληρότητας και καύση λιγότερων θερμίδων.»

-Hall KD & Kahan S., Maintenance of Lost Weight and Long-Term Management of Obesity

Η καλύτερη κατανόηση των ορμονών μας


Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις ορμόνες μας. Όταν νιώθουμε πείνα, είναι πολύ δύσκολο να μη φάμε, ανεξάρτητα από τη δύναμη της θέλησης. Αλλά η γνώση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι ορμόνες μας, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι είδους παρεμβάσεις και στρατηγικές μπορεί να χρειαστούν για την αποτελεσματική διαχείριση του βάρους μας.

Βρείτε τον ΔΜΣ σας

Μετρικό Αγγλοσαξονικό
Μετρικό / Αγγλοσαξονικό
Βιβλιογραφικές αναφορές:
  • Proietto J. Chemical messengers: how hormones make us feel hungry and full. The Conversation 2015: https://theconversation.com/chemical-messengers-how-hormones-make-us-feel-hungry-and-full-35545 [Accessed June 2025].
  • Berthoud HR, Münzberg H, & Morrison CD. Blaming the Brain for Obesity: Integration of Hedonic and Homeostatic Mechanisms. Gastroenterology 2017; 152:1728–1738.
  • Hall KD & Kahan S. Maintenance of Lost Weight and Long-Term Management of Obesity. Med Clin N Am 2018; 102:183–197.
  • Purcell, K et al. The effect of rate of weight loss on long-term weight management: a randomized controlled trial. Lancet Diabetes Endocrinol 2014; 2:954-962.
Σας φάνηκε χρήσιμο το άρθρο;

Μπορεί επίσης να σας αρέσει